- διαρρεομένου
- διαρρέωflow throughpres part mp masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)διαρρέωflow throughpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουλόμπ — Μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου στο διεθνές σύστημα μονάδων MKSA Giorgi. Έχει σύμβολο Cb και ορίζει το ηλεκτρικό φορτίο που διέρχεται σε ένα δευτερόλεπτο μέσω της διατομής ενός αγωγού, διαρρεόμενου από ηλεκτρικό ρεύμα έντασης ενός αμπέρ.… … Dictionary of Greek